Της Καλομοίρας το νερό, είναι καλομοιριώτικο,

εχει όμορφα κορίτσια, διαλεχτά σαν κυπαρίσια.

Πήγα κι εγώ να πιώ νερό, πολύ καλομοιριώτικο,

τ’ άλογό μου να ποτίσω, μαύρα μάτια ν’ αντικρίσω.

Μού πεσε το μαντήλι μου, καημό πόχουν τα χείλη μου.

Άσπρο χρυσοκεντημένο, τόνομά μου ήταν γραμμένο,

χίλιες μου το κεντούσανε και μου το τραγουδούσανε.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το ποίημα δεν είναι δημοτικό αλλά δημιουργός του ήταν ο Καλομοιριώτης καθηγητής και λόγιος Βασίλης Βήκας. Όμως ο Βασίλης Βήκας, ως συγγραφέας συγγραμμάτων ποικίλου περιεχομένου, θα ίο είχε συμπεριλάβει σε κάποιο σύγ­γραμμά του. Επειδή το ποίημα έχει εμφανή γνωρίσματα δημοτικού τραγουδιού και δια­σώθηκε με την προφορική παράδοση, πιστεύουμε ότι ήταν δημοτικό, άγνωστου δημιουρ­γού.