1957, κοπέλες με τοπικές ενδυμασίες. Από αριστερά: Κούλα Δ. Στίγκα, Παρασκευή Σωτ. Κανα- βούρη, Δούλα Στερ. Δρόσου, Ευθαλία Αργύρη Μπουζούκη
Οι ραφτάδες ήταν οι επαγγελματίες, που ασκούσαν το επάγγελμά τους με θαυμαστή δεξιοτεχνία και μεράκι, γιατί η παραγωγική τους δραστηριότητα ήταν πολυσχιδής. Οι ίδιοι έραβαν ανδρικά μάλλινα καθημερινά ρούχα και επίσημα κοστούμια, αλλά και γυναικείες παραδοσιακές καθημερινές και επίσημες ενδυμασίες, ακόμη και νυφικά. Προπολεμικά αναφέρονται οι ραφτάδες Γεώργιος Τζουβάρας και Δημήτριος Μάταιος. Στην ίδια περίοδο ξεχώρισε ως εξαίρετος τεχνίτης ο Γούλης Κουάντας-Παπαδημητρίου. Ολόκληρο σχεδόν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κάλυψαν οι Σίκας Ζαλαβράς και οι γιοι του Δημήτριος και Κώστας Ζαλαβράς. Επίσης ο Δημήτριος Παπανίκος μέχρι το 1965, γιατί αναχώρησε και εγκαταστάθηκε στην Αμερική. Οι παραπάνω ραφτάδες διακρίθηκαν για την ψηλή τους τεχνική στην κατασκευή σύγχρονων ανδρικών ρούχων και κυρίως κοστουμιών. Ήταν φημισμένοι και περιζήτητοι και στα γύρω χωριά.
Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν προπολεμικά για ανδρικά και γυναικεία ρούχα ήταν μάλλινα, που τα ύφαιναν οι γυναίκες στους αργαλειούς. Μέχρι τις αρχές του 2ου παγκοσμίου πολέμου ο αργαλειός ήταν απαραίτητο εργαλείο για κάθε σπίτι. Επεξεργάζονταν τα μαλλιά από τα πρόβατά τους και παρήγαγαν μαύρα μάλλινα υφάσματα, τα περίφημα σκούτινα. Ύφαιναν βέβαια και χρωματιστά υφάσματα για γυναικεία ρούχα. Οι κοπέλες κεντούσαν με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία τον καγκελωτό γύρο για τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους. Πραγματικά καλλιτεχνήματα ήταν οι κεντημένες ποδιές τους. Σαν επανωφόρι φορούσαν μάλλινο υφαντό ή πλεκτό σάλι και οι πιο ευκατάστατες ζακέτα βελούδινη. Στο κεφάλι φορούσαν μαντήλα μεταξωτή με δαντέλα πλεγμένη με χρυσή κλωστή.
Μετά τη δεκαετία του ’50 άρχισε σταδιακά η απεξάρτητη από τη μάλλινη ενδυμασία, πρώτα των ανδρών και στη συνέχεια και των γυναικών. Παράλληλα όμως ύφαιναν στους αργαλειούς μάλλινες βελέντζες, στείρες και φλοκωτές, σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, μπαντανίες για να στρώνουν τα κρεβάτια, κιλίμια για το πάτωμα, μπάντες για να κοσμούν τους τοίχους και προσκέφαλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα (ανεξίτηλα), καφέ από φλούδες καρυδιάς, μπεζ από βελανιδιά και μαύρο από “σκάγκινα”.