Η παλιά Γοδοβάσδα είναι η μητρόπολη της σημερινής Καλομοίρας. Βρισκόταν σε απόσταση 12 περίπου χιλιομέτρων δυτικά της Καλομοίρας, χωμένη σε μια καταπράσινη κοιλάδα, που τη διέσχιζε παραπόταμος του Πηνειού, ο Γοδοβασδινός, κυλώντας ήρεμα τα γάργαρα νερά του, σε υψόμετρο IΙΟΟ μ. περίπου. Τα σπίτια, στη μια και την άλλη πλευρά της κοιλάδας, κατηφόριζαν μέχρι την κοίτη του ποταμού και καθώς ήταν κτισμένα με γκρίζες πέτρες έδεναν αρμονικά με το βαθύ πράσινο, που άφηναν να διαχέεται τα πυκνά πεύκα και έλατα που κάλυπταν όλη την κοιλάδα.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα βλαχοχώρια της περιοχής κατά τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Από αυτό το μεγάλο και ολοζώντανο χωριό, εκτός από το μεγαλόπρεπο ναό της Αγίας Παρασκευής, δεν έμεινε τίποτε, παρά μόνο η ιστορία και η παράδοση και λίγοι σωροί από πέτρες, ως αψευδείς μάρτυρες του δραματικού τέλους του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η προφορική παράδοση αναφέρει ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Γοδοβάσδας ήταν οι “Κατσιλέρηδες”, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, διότι “εφόρουν ρυπαρόν σκούφον”. Και αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από καμιά ιστορική πηγή. Παρά τη γραφικότητά της, όμως, μια βαθύτερη θεώρησή της μέσω της ετυμολογίας μας φέρνει πολύ κοντά σε μια αναμφισβήτητη ζωντανή πραγματικότητα. Η λέξη Κατσιλέρης (Κατσιλιέρου στα βλάχικα) παράγεται από τη λέξη κατσιούλα, που στη βλάχικη γλώσσα σημαίνει τον κωνικό σκούφο πο υ ήταν προσδεμένος στη μάλλινη κάπα, που φορούσανοι ορεσίβιοι Βλάχοι, λόγω του ψύχους ίο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Άλλωστε το επώνυμο Κατσιλέρος απαντάται μέχρι σήμερα σε γειτονικό της Γοδοβάσδας χωριό, τη Σκληνιάσα (Στεφάνι).

Η έλλειψη γραπτών μνημείων από τους ίδιους τους Βλάχους εξηγείται από το γεγονός ότι αρχικά ήταν νομάδες, αργότερα εγκαταστάθηκαν σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές, δεν είχαν οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης, δεν έρχονταν σε επαφή με πολιτισμικά στοιχεία του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου και το σημαντικότερο η βλάχικη γλώσσα, που μιλούσαν, δεν είχε δικό της αλφάβητο. Ειδικότερα οι κάτοικοι της Γοδοβασδας από τα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση ήταν μικροκτηνοτρόφοι και μικροκαλλιεργητές. Με τα παραγόμενα προϊόντα τους προσπαθούσαν να είναι αυτάρκεις για την επιβίωσή τους και όλες οι δραστηριότητές τους περιορίζονταν σε μια δύσβατη και δυσπρόσιτη για τα δεδομένα της εποχής εκείνης περιοχή. Εντελώς απομονωμένοι έμειναν μακριά από τις πολιτισμικές και τεχνολογικές εξελίξεις, που σταδιακά σημειώνονταν στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο.
Γι’ αυτό το χωριό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο στρατηγικό, διοικητικό ή άλλο ενδιαφέρον. Εύλογη, λοιπόν, η απουσία αξιόλογων γραπτών μαρτυριών. Όμως, όπως συνήθως συμβαίνει σε κλειστές κοινωνίες, είναι πλούσια η προφορική παράδοση. Σ’ αυτήν, κατά κύριο λόγο, θα στηριχθούμε για να παρακολουθήσουμε την ιστορική διαδρομή από την παλιά Γοδοβάσδα μέχρι τη σημερινή Καλομοίρα.
Το επάνω χωριό μνημονεύεται για πρώτη φορά ως Κοτοβάσδα στην πρόθεση 215 της μονής Βαρλαάμ το 1613. Σουλτανικό φιρμάνι του 1648 που καθιερώνει το Μέτσοβο ως ιερό χώρο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι συνόρευε και με τη Γοδοβάσδα.

Αυτό σημαίνει ότι ήταν ήδη οργανωμένη και αυτόνομη κοινότητα που εξουσίαζε συγκεκριμένη εδαφική έκταση. Επίσης σε πηγές της Τουρκοκρατίας μνημονεύεται με διάφορα ονόματα: Γκουντοβάσδα, Γκουντουβάσντα, Κωτοβάτζα, Γκοτζοβάστα. Προφανώς η μεγάλη ποικιλία στην ονομασία του οικισμού οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι σαφές το ετυμολογικό ίνδαλμα της λέξης. Γιαυτό πολλές εκδοχές διατυπώθηκαν για την ετυμολογία της λέξης Γοδοβάσδα. Θα αναφέρουμε τις επικρατέστερες και για την κάθε μια θα εκφρά- σουμε και την προσωπική μας άποψη. Κατά την πρώτη εκδοχή, που οφείλεται σε μη ελεγχόμενη προφορική μαρτυρία, το όνομα προέρχεται από κάποιον τσιφλικούχο της περιοχής, που ονομαζόταν Γόδας και ασκούσε μεγάλη επιρροή στην ευρύτερη περιφέρεια. Αυτή η εκδοχή θεωρείται ελάχιστα πειστική, καθώς δεν εξηγεί, γιατί ο τσιφλικάς έδωσε το όνομα σε ένα ολόκληρο χωριό και ακόμη δε δικαιολογεί πώς στο όνομα Γόδας προστέθηκε το δεύτερο συνθετικό Βάσδα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η λέξη ετυμολογικά θεωρείται σύνθετη με πρώτο συνθετικό το good και δεύτερο το vasda-visd και σημαίνει ωραία θέα. Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ως φιλολογικά κατασκευασμένη, αρκετά εξεζητημένη, γιατί η γεωφυσική θέση του χωριού δεν την επιβεβαιώνει.