Οι νέοι και οι νέες του χωριού θέλησαν να σπάσουν τη μονότονη και σκληρή αγροτική ζωή και να της δώσουν μια χαρούμενη πινελιά. Έτσι, λοιπόν, τα καλοκαίρια κάθε Κυρια­κή ή μεγάλη γιορτή, μετά το μεσημέρι, περιποιημένοι και καλοντυμένοι πήγαιναν στη Γκούρα. Η Γκούρα ήταν ένα ειδυλλιακό τοπίο σε μια καταπράσινη πλαγιά, περίπου 800 μέτρα μακριά από το χωριό. Εκεί η Γκούρα, η πηγή, ανάβλυζε άφθονο κρύο και γάργα­ρο νερό. Δίπλα της ένας πανύψηλος πλάτανος άπλωνε το βαθύ ίσκιο του σε μεγάλη έκτα­ση. Τα αγόρια κάθονταν σε ομαλή πλαγιά δίπλα από τον κορμό και τις ρίζες του πλατά­νου. Τα κορίτσια κάθονταν αντικριστά με τα αγόρια σε σειρά, πάνω σε σκαλιστές τετρα­γωνισμένες πέτρες που πάνω τους τοποθετούσαν φτέρη. Ένα φαρδύ αυλάκι, που ήρεμα έρρεε το κρυστάλλινο νερό της πηγής, αποτελούσε το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στα α­γόρια και τα κορίτσια.

Γκούρα, 1937. Εικονίζονται από αριστερά,πρώτη σειρά: άγνωστος, Γεώργιος Γκόγκος [Τσιγκά- νης], Γιάννης Πηξομάτης, Γιάννης Δρόσος και Αλέκος Παπανίκος. 2η σειρά: Ντούλας Παπανίκος, Κώστας Α. Γάσιας, Γεώργιος Βήκας, Απόστολος I. Τζουβάρας και Κων/νος Μαυρίκος. 3η σειρά: Κων/νος I. Παπαδημητρίου, Θεόδωρος Α. Γάσιας και ο δάσκαλος Αχιλλέας Χατζιάρας
1959. Στη Γκούρα. Διακρίνονται από αριστερά:   
Γιάννης Β. Βήκας, Θεόδωρος Χαρ. Παπανίκος, Αναστάσιος Ζαλαβράς, Θεόδωρος Βασ. Παπανίκος,
Σταύρος Παρζάλης, Γ ιάννης Γ. Παπαδημητρίου και Αθανάσιος Δ. Κοάντας
Γκούρα 1949: Κοπέλες με τοπικές ενδυμασίες

Οι αρχές ηθικής της εποχής εκείνης επέβαλαν αυτό το διαχωρισμό. Τα αγόρια έφερναν γραμμόφωνο ή σπανιότερα εγχώριους οργανοπαίκτες και διασκέδαζαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Συνήθως χόρευαν τοπικούς, αλλά αργότερα και μοντέρνους χορούς. Τα κορίτσια, στις αρχές, απλά παρακολουθούσαν τις χορευτικές φιγούρες των αγοριών. Σπάνια μετείχαν στο χορό και κοπέλες, συνήθως στην αρχή συγγενείς των αγοριών (αδελφές, ξαδέλφες).
Σιγά, σιγά, όμως, καθώς η εξοικείωση ανάμεσα στα δύο φύλα μεγάλωνε, άρχισαν να “πηδάνε το αυλάκι” και άλλες κοπέλες, ανεξάρτητα από συγγενικούς δεσμούς και να μπαίνουν στο χορό, που τελικά γινόταν μικτός. Νέοι και νέες, λοιπόν, έρχονται σε στενότερη πια επαφή και μέσα σε ένα γοητευτικό φυσικό περιβάλλον, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλημμυρισμένη από ευθυμία και ρομαντισμό ανταλλάσσουν πύρινες ματιές, που πυροδοτούν τη φαντασία και πλάθουν τα δικά τους προσωπικά όνειρα για τη μελλοντική τους ζωή.


Καλομοίρα, 1936. Διακρίνονται από αριστερά: Θοδωράκης Δρόσος, Δημήτριος Ζαλαβράς [Μάται­ος] , Αχιλλεας Χατζιάρας, Γιάννης Δρόσος, Ευ. Ρούστας, Γεώργιος Κατσαρός, Βασίλης Παρζάλης και Κούλης Δρόσος. Ανάμεσα στους οργανοπαίκτες εικονίζονται ο Γεώργιος Γκόγκος, πρώτος από αριστερά, και ο Γ ιάννης Πηξομάτης, τέταρτος από αριστερά