Το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου της Παλιάς Γοδοβάσδας ήταν κτισμένο σε μικρή α­πόσταση και στα βόρεια του ναού της Αγίας Παρασκευής, πάνω σε ένα λόφο, σε μια κα­τάφυτη από θεόρατα πεύκα περιοχή. Ήταν περισσότερο γνωστό ως “Άγιος Αθανάσιος του Μεγαλόφου”. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε. Σε μια πέτρα στη δυτική είσοδο ήταν χαραγμένη η χρονολογία 1880. Προφανώς η χρονολογία αυτή δεν έχει καμιά σχέ­ση με το έτος κτίσεως του μοναστηριού. Το πιθανότερο είναι ότι κτίστηκε με ενέργειες του Αρχιμανδρίτη Αυξεντίου.
Στο εσώφυλλο ενός εκκλησιαστικού βιβλίου του μοναστηριού είναι γραμμένο: (παρατίθεται χωρίς καμιά διόρθωση): «Δευτέριον-Κώδιξ του εκ του της Ηπειροθεσσαλίας Ασπροποτάμου Χαλίκι Αρχιμανδρίτου Αυξεντίου καθηγουμένου της κατά την Παλαιό Γοδοβάσδα Ιεράς και Σεβάσμιας Μονής της επί ονόματι του Αγίου Αθανασίου (από άλλο χέ­ρι και διαφορετικό μελάνι) εκτισθέν εκ βάθρου ωψξ-ο». Επίσης, επιγραφή χαραγμένη σε πέτρα, που είναι εντοιχισμένη στη βρύση Θωδούσα, αναφέρει χρονολογία Αγίου Αθανα­σίου ωψξ-ο.
Γεγονός είναι ότι το μοναστήρι κτίστηκε πριν από το 1861. Μέχρι τότε γνωρίζουμε ότι εμόνασε εκεί ο μετέπειτα έξαρχος του Πατριαρχείου Θεοδόσιος από το Περιβόλι, γιος του Ιωάννη Μπαλτατζή. Κατά τον Δημήτριο Καλούσιο κτίστηκε το 1846 (Σύμμεικτα Ν. 162). Το 1886 ενώνεται με την Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Σιαμάδων με το Β. Δ. της 8-7- 1886(ΦΕΚ 184 Α’ II -7-1886). Μετά το 1886 και για πολλές δεκαετίες ήταν μετόχι της Μο­νής Σιαμάδων.
Σε πρωτόκολλο της Μονής με ημερομηνία 7-10-1900 αναφέρεται ότι της ανήκει ένας υδρόμυλος του μοναστηριού του Μεγαλόφου, καθώς και δέκα στρέμματα χωράφια, που διεκδικούσαν οι κάτοικοι της Γοδοβάσδας “ομοίως εις θέσιν μέγα λό­φου υπάρχουσιν δέκα στρέμματα χωράφια τα οποία φιλονικούνται υπό των κα­τοίκων Γοδοβάσδας”. Σε ένα άλλο πρωτόκολλο με ημερομηνία 14-4-1906 αναφέρεται ότι ανήκουν στη Μονή Σιαμάδων “εις υδρόμυλος και εν μανδάνιον ρερυπομένα εν τη ά­νω Γοδοβάσδα”. Στη δεκαετία του 1890 εμόνασε για λίγο στο μοναστήρι ο Γοδοβασδινός Στέφανος Μπαρλάτης, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγούμενος στη Μονή Σιαμάδων, όπου και πέ- θανε το 1918.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα εμόνασαν στο μοναστήρι και οι μοναχές Ευ­θυμία Παπανίκου, Ελισάβετ Τατάρη, Θέκλα Παπαδημητρίου και Ευγενία Στίγκα. Οι δύο τε­λευταίες αργότερα μετέβησαν στο μοναστήρι των Δολιανών. Το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου είχε αρκετά κελιά. Στα υπόγεια των κελιών υπήρ­χαν μεγάλα βαρέλια με κρασιά . Τα περισσότερα αμπέλια τα καλλιεργούσαν στην περιο­χή του “Λάκκου”. Και σήμερα ακόμη υπάρχει τοπωνύμιο “το αμπέλι του Αυξεντίου”.
Μετά το θάνατο του Αυξεντίου αρχίζει η παρακμή του μοναστηριού και σήμερα το μό­νο που έχει απομείνει είναι ένας σωρός από ερείπια. Αναφέρεται ως μετόχι της Μονής Σιαμάδων για τελευταία φορά σε πρωτόκολλο με ημερομηνία 20-9-1918. Ο Αυξέντιος είχε ταφεί στο χώρο του μοναστηριού. Αργότερα, μια μοναχή από την οι­κογένεια Κουάντα, η Ανθέμια, τον ξέθαψε και μετέφερε τα λείψανά του στο παλιό κοιμητήρι της Κάτω Γοδοβάσδας. (μαρτυρία Γεωργίου Γάσια). Σχετικά με την προσωπικότητα του Αυξεντίου υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορί­ες. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι υπήρξε όργανο της Ρουμανίζουσας προπαγάνδας και για πολλούς χρησιμοποίησε το μοναστήρι ως άντρο ληστών.

Στο εσώφυλλο ενός εκκλησιαστικού βιβλίου του μοναστηριού είναι γραμμένο: (παρατί